χριθή

χριθή
ἡ, Α
κριθή, κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κριθή, με αφομοιωτική τροπή τού κλειστού -κ- στο αντίστοιχο δασύ -χ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”